προσεκπνέω

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.