προσεμφύω
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
A implant in addition, παραγωγάς Phld.Ir. p.50 W.:—Pass., cling yet more closely, D.S.10.18.
Greek Monolingual
Α
1. εμφυτεύω επιπροσθέτως («προσεμφύειν παραγωγάς», Φιλόδ.)
2. μέσ. προσεμφύομαι
προσκολλώμαι σε κάποιον στενότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφύω «φυτεύω»].