σανιδωτός

From LSJ
Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνιδωτός Medium diacritics: σανιδωτός Low diacritics: σανιδωτός Capitals: ΣΑΝΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: sanidōtós Transliteration B: sanidōtos Transliteration C: sanidotos Beta Code: sanidwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A planked, boarded over, LXX Ex.27.8, al.

German (Pape)

[Seite 861] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδωτός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σανιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ σανιδῶ
στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες
αρχ.
(κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα.