σκωλύπτομαι
English (LSJ)
A wave to and fro, νεάτην (-ον codd.) σ. οὐρήν Nic.Th. 229.
German (Pape)
[Seite 909] krümmen, hin- u. herwinden, σκωλύπτεται οὐρὴν νεάτην, Nic. Th. 229, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
σκωλύπτομαι: ἀποθ., κινῶ, σείω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, νεάτην σκ. οὐρὴν Νικ. Θηρ. 229.
Greek Monolingual
Α
κινῶ, σείω εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω.