σκωλύπτομαι

Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wave to and fro, νεάτην (-ον codd.) σ. οὐρήν Nic.Th. 229.

German (Pape)

[Seite 909] krümmen, hin- u. herwinden, σκωλύπτεται οὐρὴν νεάτην, Nic. Th. 229, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

σκωλύπτομαι: ἀποθ., κινῶ, σείω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, νεάτην σκ. οὐρὴν Νικ. Θηρ. 229.

Greek Monolingual

Α
κινῶ, σείω εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω.