σκώληκας
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
Greek Monolingual
ο / σκώληξ, -ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν
1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι
2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια
νεοελλ.
1. ανατ. λόβιο της παρεγκεφαλίδας
2. στον πληθ. οι σκώληκες
ζωολ. τα σκουλήκια
3. φρ. «σκώληκες της γης»
ζωολ. γενική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ολιγόχαιτοι δακτυλιοσκώληκες της υπόταξης τών γεωβίων και κυρίως οι σκώληκες του γένους lubricus
(νεοελλ-μσν.) ο μεταξοσκώληκας
μσν.
έλμινς τών εντέρων
μσν.-αρχ.
είδος βασανιστήριου ζώου της Κόλασης («ἔδε και σκότος ἀφεγγὲς καὶ τάρταρος καὶ σκώληξ», Πρόδρ.)
αρχ.
1. νήμα που ξετυλίγεται από την ηλακάτη
2. (αιολ. τ.) αντί κολόκυμα
3. πίτα που είχε σχήμα σκώληκα
4. (κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώληξ εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κάμπτω» (βλ. λ. σκέλος) και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος σκῶλος με σημ. «κυρτότητα» (πρβλ. τον τ. του Ησύχ. σκώλοισι
δρεπάνοις, διὰ τὴν σκολιότητα, και το ρ. σκωλύπτομαι) με το επίθημα -ηξ, -ηκος, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. μύρμηξ, σφήξ). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. σκουλήκι].