στρατηλατικός

From LSJ
Revision as of 14:34, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτικός Medium diacritics: στρατηλατικός Low diacritics: στρατηλατικός Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratēlatikós Transliteration B: stratēlatikos Transliteration C: stratilatikos Beta Code: strathlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.