στυππειουργός

From LSJ
Revision as of 22:00, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειουργός Medium diacritics: στυππειουργός Low diacritics: στυππειουργός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: styppeiourgós Transliteration B: styppeiourgos Transliteration C: styppeiourgos Beta Code: stuppeiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, written στυππεουργός, A tow-worker, worker in tow, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).

Greek Monolingual

και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].