συγκειμένως

Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A continuously, without interval, Eust.1634.54.

German (Pape)

[Seite 967] der Verabredung gemäß.

Greek (Liddell-Scott)

συγκειμένως: Ἐπιρρ., συνεχῶς, ἄνευ διαλείμματος, Εὐστ. 1634. 54.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].