συγκειμένως

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκειμένως Medium diacritics: συγκειμένως Low diacritics: συγκειμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkeiménōs Transliteration B: synkeimenōs Transliteration C: sygkeimenos Beta Code: sugkeime/nws

English (LSJ)

Adv. continuously, without interval, Eust.1634.54.

German (Pape)

[Seite 967] der Verabredung gemäß.

Greek (Liddell-Scott)

συγκειμένως: Ἐπιρρ., συνεχῶς, ἄνευ διαλείμματος, Εὐστ. 1634. 54.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].