σφαιρομάχος

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρομάχος Medium diacritics: σφαιρομάχος Low diacritics: σφαιρομάχος Capitals: ΣΦΑΙΡΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: sphairomáchos Transliteration B: sphairomachos Transliteration C: sfairomachos Beta Code: sfairoma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A one who spars with the σφαῖρα 4, A.D.Adv.188.26, POxy.1050.13 (ii/iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρομάχος: ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ σφαίρας (Ι. 4), Α. Β. 602, 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αθλητής που αγωνιζόταν σε πυγμαχικό αγώνα με σφαίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μάχος].