σώρευμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1060] τό, das Angehäufte, der Hause; Xen. Cyr. 7, 1, 32; Ath. XII, 540 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σώρευμα: τό, σωρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32, Εὔβουλος ἐν «Κατακολλωμένω» 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: σωρεύω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σωρεύω
μσν.
συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση
αρχ.
σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
σώρευμα: ατος τό куча, груда Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.