φιλίστωρ

From LSJ
Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλίστωρ Medium diacritics: φιλίστωρ Low diacritics: φιλίστωρ Capitals: ΦΙΛΙΣΤΩΡ
Transliteration A: philístōr Transliteration B: philistōr Transliteration C: filistor Beta Code: fili/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, A fond of learning, Vett.Val.17.24; φ. λόγοι, title of work by Hierocl., Tz.H.7.716; without λόγοι, St.Byz. s. vv. Βραχμᾶνες et Ταρκυνία.

German (Pape)

[Seite 1278] ορος, lernliebend, wißbegierig, neugierig, St. B.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, φιλομαθής, περίεργος, Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.

Greek Monolingual

-ορος, ο, η, ΝΜ
(λόγιος τ.) φιλομαθής
νεοελλ.
αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].