χρυσοπαγής
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ές, A built of gold, δώματα IG4.620.14 (Argos).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπᾰγής: -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142.
Greek Monolingual
-ές, Α
χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παγής (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. καινο-παγής].