ψυχέμπορος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, A trafficking in lives or men, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1403] mit Seelen, Menschen handelnd, Seelenverkäufer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχέμπορος: -ον, «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἔμπορος.