βρύσις
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, A bubbling up, Suid., Eust.1095.16: βρυσμός, ὁ, Arc.58.24.
German (Pape)
[Seite 466] ἡ, das Hervorquellen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρύσις: -εως, ἡ, ἀνάβλυσις, Σουΐδ. Εὐστ.· ― βρυσμός, ὁ, Ἀρκάδ. 58.
Spanish (DGE)
-έως, ἡ
1 orn. corneja, Cyran.1.2.1, 5.
2 surgencia, fuente Eust.1095.16, Sud.
•fig. τῆς θείας χάριτος Procop.Gaz.M.87.1265B.