δάπτης

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπτης Medium diacritics: δάπτης Low diacritics: δάπτης Capitals: ΔΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dáptēs Transliteration B: daptēs Transliteration C: daptis Beta Code: da/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, A eater, bloodsucker, δάπταις αἱμοπώταισιν, of gnats, Lyc.1403.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτης: -ου, ὁ, ὁ κατατρώγων, τὸ αἷμα πίνων, δάπταις αἱμοπώτῃσιν, ἐπὶ τῶν κωνώπων, Λυκόφρ. 1403.

Spanish (DGE)

δεινός Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) δάπτω
νεοελλ.
ονομασία κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων
αρχ.
αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῦσος»).