διηέριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον, A through the air, δ. ποτέονται A.R.2.227, etc.:—in Prose, διᾱέριος, ον, Luc.Salt.42, etc.; διαέρια λέγειν, = μετέωρα λ., Id.Icar.1.
Greek (Liddell-Scott)
διηέριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, δ. ποτέονται Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 227, κτλ.· - παρὰ πεζοῖς διᾱέριος, ον, Λουκ. Ὀρχ. 42, κτλ.· διάερια λέγειν, ὡς τὸ μετέωρα λ., ὁ αὐτ. Ἰκαρομ. Ι.
Spanish (DGE)
v. διαέριος.