δουρομανής
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ές, poet. for A δοριμανής, πόλεμος AP9.553.
German (Pape)
[Seite 663] ές, = δοριμανής, πόλεμος, Antp. Th. 33 (IX. 553).
Greek (Liddell-Scott)
δουρομᾰνής: -ές, Ἰων. ἀντὶ δοριμανής, Ἀνθ. Π. 9. 553.
Spanish (DGE)
(δουρομᾰνής) -ές
enloquecido por la lanza, fig. furibundo, frenético πόλεμος AP 9.553 (Antip.), cf. δοριμανής.
Greek Monolingual
βλ. δοριμανής.
Greek Monotonic
δουρομᾰνής: -ές, Ιων. αντί δοριμανής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δουρομᾰνής: Anth. = δοριμανής.