δυσαρίθμητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A hard to count up, App.BC2.73.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu zählen, App. B. Civ. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰρίθμητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀριθμούμενος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 73.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de enumerar, innumerable νῖκαι App.BC 2.73, cf. Gal.7.507, τὸ τὴν ἐσθῆτα δυσαρίθμητον ἔχειν Ast.Am.Hom.3.12.3, δαιμόνων πληθύς Cyr.Al.Mt.214.1.