διφθερόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., A to be clad in leather, Str.17.3.11.
Greek (Liddell-Scott)
διφθερόομαι: ἐνδύομαι δερμάτινον ἱμάτιον, Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.
Spanish (DGE)
cubrirse con pieles τἆλλα δὲ μέρη (τοῦ σώματος) Str.17.3.11.
Full diacritics: διφθερόομαι | Medium diacritics: διφθερόομαι | Low diacritics: διφθερόομαι | Capitals: ΔΙΦΘΕΡΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: diphtheróomai | Transliteration B: diphtheroomai | Transliteration C: diftheroomai | Beta Code: difqero/omai |
Pass., A to be clad in leather, Str.17.3.11.
διφθερόομαι: ἐνδύομαι δερμάτινον ἱμάτιον, Στράβ. 831· πρβλ. καταδ-.
cubrirse con pieles τἆλλα δὲ μέρη (τοῦ σώματος) Str.17.3.11.