θιμβρός
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
ά, όν, A v. θιβρός.
German (Pape)
[Seite 1212] s. θιβρός.
Greek (Liddell-Scott)
θιμβρός: -ά, -όν, ἴδε θιβρός.