κακοεργέτις

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοεργέτις Medium diacritics: κακοεργέτις Low diacritics: κακοεργέτις Capitals: ΚΑΚΟΕΡΓΕΤΙΣ
Transliteration A: kakoergétis Transliteration B: kakoergetis Transliteration C: kakoergetis Beta Code: kakoerge/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A evil-doing, ψυχή Porph.Antr.30; cf. κακεργέτις.

Greek Monolingual

κακοεργέτις, ἡ (Α)
αυτή που κάνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο-εργός (< κακ(ο)- + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης].