κοίλωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A cavity, Hp.Carn.15, Sor.1.82; hollowing out, of flutes, Nicom.Harm.4,10 (pl., κοιλιώς- codd.).
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωσις: -εως, ἡ, κοίλωμα, ἡ κοιλία, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. ἐσφαλμένως κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19.
Greek Monolingual
κοίλωσις, ἡ (Α) κοιλώ
η ενέργεια του κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίλωσις -εως, ἡ [κοιλόω] holte.