κοιλίωσις
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
v. κοίλωσις.
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, die Höhlung, Iambl., l. d.
Greek Monolingual
κοιλίωσις, ἡ (Α)
κοίλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -ωσις, κατάλ. δηλωτική ασθενειών (πρβλ. σκολίωσις, φυματίωσις)].