λακτισμός
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
Full diacritics: λακτισμός | Medium diacritics: λακτισμός | Low diacritics: λακτισμός | Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: laktismós | Transliteration B: laktismos | Transliteration C: laktismos | Beta Code: laktismo/s |
ὁ, A kicking, in plural, Hsch. s.v. σκαρθμοῖς.
[Seite 9] ὁ, das mit dem Fuße Ausschlagen, Hesych.
λακτισμός: ὁ, λάκτισμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκαρθμοῖς.
λακτισμός, ὁ (Α) λακτίζω
λάκτισμα.