ἡ, A = μαίνη, Sch.Luc. Gall.22:—Dim. μαινομένιον, τό, Alex. Trall.Febr.7.
μαινομένη, ἡ (ΑM)το ψάρι μαίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη μορφή της λ. μαίνη, κατ' επίδραση πιθ. της μτχ. του ρ. μαίνομαι.