μουσιάριος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ὁ, A mosaic-worker, μ. κεντητής prob. in Edict.Diocl.7.6.
Greek Monolingual
μουσιάριος, ὁ (Μ)
κατασκευαστής μωσαϊκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. -άριος (πρβλ. μεταξ-άριος)].