μονολήκυθος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ον, A = αὐτολήκυθος ΙΙ, Posidipp. ap. Ath.10.414e.
German (Pape)
[Seite 203] allein mit der Oelflasche, = αὐτολήκυθος, Posidipp. 17 (App. 68 aus Ath. X, 414 e).
Greek (Liddell-Scott)
μονολήκῠθος: -ον, = αὐτολήκυθος, Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε.