νομία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, A lawfulness, opp. ἀνομία, nonce-word in PMag.Osl.1.141.
Greek Monolingual
νομία, ἡ (Α) νόμος
νομιμότητα.