νομιμότητα
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
η (Α νομιμότης, -ητος) νόμιμος
η τήρηση του νόμου, η νομιμοφροσύνη
νεοελλ.
η ιδιότητα του νομίμου, το να είναι κάτι σύμφωνο με τους νόμους, με τους κανόνες του δικαίου («διεθνής νομιμότητα»).