νυκτικλέπτης

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A thief of the night, AP11.176 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, κλέπτης τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de nuit.
Étymologie: νύξ, κλέπτω.

Greek Monolingual

νυκτικλέπτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοκλέπτης.

Greek Monotonic

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, κλέφτης που δρα τη νύχτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτικλέπτης: ου ὁ ночной вор Anth.

Middle Liddell

νυκτι-κλέπτης, ου, ὁ,
thief of the night, Anth.