ἐλαιακόνη

Revision as of 01:26, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A whetstone used with oil, Paul.Aeg.7.3 (s.v. λίθοι).

German (Pape)

[Seite 788] ἡ, Oelwetzstein, auf dem man Oel zum Schleifen braucht, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιᾰκόνη: ἡ, ἀκόνη ἐν ᾗ ἀκονῶσι δι’ ἐλαίου, κοινῶς «λαδάκονον», Λατ. cos olearia, ἀντίθετον τῷ cos aquaria, «νεράκονον»˙ τῆς ἐλαιακόνης τὸ ἀπότριμμα Παῦλ. Αἰγ. σ. 245. 52.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
aguzadera o piedra de afilar cuya limadura mezclada con aceite se usaba en el tratamiento de alopecias, Paul.Aeg.7.3 (p.238).

Greek Monolingual

η (Μ ἐλαιακόνη)
ακόνη που για να χρησιμοποιηθεί αλείφεται με λάδι.