ἐλαιακόνη
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἡ, whetstone used with oil, Paul.Aeg.7.3 (s.v. λίθοι).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
aguzadera o piedra de afilar cuya limadura mezclada con aceite se usaba en el tratamiento de alopecias, Paul.Aeg.7.3 (p.238).
German (Pape)
[Seite 788] ἡ, Oelwetzstein, auf dem man Oel zum Schleifen braucht, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιᾰκόνη: ἡ, ἀκόνη ἐν ᾗ ἀκονῶσι δι’ ἐλαίου, κοινῶς «λαδάκονον», Λατ. cos olearia, ἀντίθετον τῷ cos aquaria, «νεράκονον»˙ τῆς ἐλαιακόνης τὸ ἀπότριμμα Παῦλ. Αἰγ. σ. 245. 52.
Greek Monolingual
η (Μ ἐλαιακόνη)
ακόνη που για να χρησιμοποιηθεί αλείφεται με λάδι.