ἐμπρηστής

From LSJ
Revision as of 14:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)’" to "‘$1’")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρηστής Medium diacritics: ἐμπρηστής Low diacritics: εμπρηστής Capitals: ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ
Transliteration A: emprēstḗs Transliteration B: emprēstēs Transliteration C: empristis Beta Code: e)mprhsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one that burns, Aq.De.8.15; incendiary, Ptol.Tetr.165.

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, der Anzünder, Brandstifter, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15).

Spanish (DGE)

-οῦ
1 incandescente, abrasadorcomo interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.CH 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A
dud. que produce una inflamación mortal ὄφις Aq.De.8.15 (dud.).
2 incendiario Ptol.Tetr.3.14.32.

Greek Monolingual

ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.