ἐκκλησιαστήριον
English (LSJ)
τό, A the hall of the ἐκκλησία, IPE12.24.9 (Olbia, iv B.C.), BCH35.76 (Delos), CIG2270.4 (Delos); = Lat. Comitium, D.H.4.38.
German (Pape)
[Seite 763] τό, der Ort der Volksversammlung, D. Hal. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησιαστήριον: τό, ὁ τῆς ἐκκλησίας τόπος, μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς ἀγορᾶς ὅπου ἠκκλησίαζεν ἡ κουριᾶτις, φατριακὴ ἐκκλησία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 3, Διον. Ἁλ. 4. 38. ΙΙ. χριστιανικὴ ἐκκλησία, κυριακόν, Ἰσίδωρ. Πηλουσ. 257C.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 lugar de reunión de la asamblea, sala de la asamblea, ID 400.39 (II a.C.), βουλὴ ἐν τῷ ἐκκλησιαστ[η] ρίῳ ID 1506.2 (II a.C.), ἐκκλησία κυρία ἐν τῷ ἐκκλησιαστηρίῳ ID 1498.3 (II a.C.), cf. IKalchedon 16.9 (Olbia IV a.C.).
2 como trad. del lat. comitium κατὰ τῶν κρηπίδων τοῦ βουλευτηρίου τῶν εἰς τὸ ἐ. φερουσῶν D.H.4.38.
3 crist. lugar de reunión de fieles, iglesia dif. de la ἐκκλησία ‘comunidad espiritual de los fieles’, Isid.Pel.M.78.685A-C.