ἐμπύρετος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
[ῠ], ον, A in fever heat, Alex.Trall.5.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύρετος: -ον, ἔχων πυρετόν, πυρετώδης, Ἀλέξ. Τραλλ. 5, σ. 252.
Spanish (DGE)
-ον
enfebrecido, calenturiento de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμπύρετος, -ον)
1. αυτός που έχει πυρετό
2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό.