ἐπείνυσθαι
From LSJ
English (LSJ)
Ion. for ἐφέννυσθαι, A put on clothes, Hdt.4.64.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείνυσθαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐφέννυσθαι, ἐνδύεσθαι, Ἡρόδ. 4. 64.
Greek Monotonic
ἐπείνυσθαι: Ιων. αντί ἐφέννυσθαι, Μέσ. απαρ. του ἐφέννυμι.
Full diacritics: ἐπείνυσθαι | Medium diacritics: ἐπείνυσθαι | Low diacritics: επείνυσθαι | Capitals: ΕΠΕΙΝΥΣΘΑΙ |
Transliteration A: epeínysthai | Transliteration B: epeinysthai | Transliteration C: epeinysthai | Beta Code: e)pei/nusqai |
Ion. for ἐφέννυσθαι, A put on clothes, Hdt.4.64.
ἐπείνυσθαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐφέννυσθαι, ἐνδύεσθαι, Ἡρόδ. 4. 64.
ἐπείνυσθαι: Ιων. αντί ἐφέννυσθαι, Μέσ. απαρ. του ἐφέννυμι.