ἐπίπαιμα
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».