ἐπιπάτωρ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, (πατήρ) A stepfather, Poll.3.26.
German (Pape)
[Seite 968] ορος, ὁ, Stiefvater, Poll. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάτωρ: -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) μητρυιός, Πολυδ. Γ΄, 26.
Greek Monolingual
ἐπιπάτωρ, ὁ (Α)
πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της.