ήρης
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
an Adj. termin., 1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης. 2 from ἐρε- (ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc. 3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).