τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Full diacritics: ἀγκοτύλη | Medium diacritics: ἀγκοτύλη | Low diacritics: αγκοτύλη | Capitals: ΑΓΚΟΤΥΛΗ |
Transliteration A: ankotýlē | Transliteration B: ankotylē | Transliteration C: agkotyli | Beta Code: a)gkotu/lh |
ἡ, a game, Hsch. ἀγκταλιάζει· ἄγχει, Hsch. ἄγκτειρα, ἡ, fem. of sq., A ποιναί Orac.Chald.265.
ἀγκοτύλη: «παιδιά τις, ἐν ᾗ τὰς χεῖρας ὀπίσω πλέξαντες δέχονται τὸ γόνυ», Ἡσύχ.