ἀμφίμηλον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τό, A probe with two ends, Antyll. ap. Orib.7.14.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίμηλον: τό, μήλη ἔχουσα ἑκατέρωθεν σφαιρίδια, Ὀρειβ. τόμ. Β΄, σ. 56.
Spanish (DGE)
-ου, τό sonda con dos extremos Antyll. en Orib.7.14.5.