ἀμφίγειος

From LSJ
Revision as of 17:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίγειος Medium diacritics: ἀμφίγειος Low diacritics: αμφίγειος Capitals: ΑΜΦΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: amphígeios Transliteration B: amphigeios Transliteration C: amfigeios Beta Code: a)mfi/geios

English (LSJ)

ον, A with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.

Spanish (DGE)

-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].