ἀμφιτρέμω

Revision as of 17:44, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A tremble round one, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il. 21.507.

German (Pape)

[Seite 145] ringsum zittern; Hom. Iliad. 21, 507 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε besser als simpl. betrachtet, ἀμφί advb.; es kommt hier nur auf das Zittern an, nicht auf das Umzittern.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρέμω: τρέμω περί τινα, περιτρέμω, ἐν τμήσει ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Ἰλ. Φ. 507.

French (Bailly abrégé)

trembler autour LSJ.
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.

Spanish (DGE)

temblar en torno ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il.21.507.

Greek Monolingual

ἀμφιτρέμω (Α)
τρέμω γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέμω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρέμω: τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρέμω: (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi.

Middle Liddell

to tremble round one, in tmesi, Il.