ἀμφιτρέμω
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
tremble round one, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il. 21.507.
Spanish (DGE)
temblar en torno ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il.21.507.
German (Pape)
[Seite 145] ringsum zittern; Hom. Iliad. 21, 507 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε besser als simpl. betrachtet, ἀμφί advb.; es kommt hier nur auf das Zittern an, nicht auf das Umzittern.
French (Bailly abrégé)
trembler autour LSJ.
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρέμω: (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρέμω: τρέμω περί τινα, περιτρέμω, ἐν τμήσει ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Ἰλ. Φ. 507.
Greek Monolingual
ἀμφιτρέμω (Α)
τρέμω γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέμω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρέμω: τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.