τμήση

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

η / τμῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
νεοελλ.
(στην ποίηση) ο αποχωρισμός της πρόθεσης από τη λέξη με την οποία συναποτελούσε μια σύνθετη λέξη και η παρεμβολή άλλων λέξεων μεταξύ τους
αρχ.
1. τμήμα, κομμάτι
2. λογική διαίρεση
3. φρ. «τμῆσις γῆς» — λεηλασία και ερήμωση μιας χώρας (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. και λ. τμή-γω) + κατάλ. -σις].