ἀναθάλπω

Revision as of 14:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A warm again, cherish, Anacreont.31.21, J.AJ17.6.5, Plu.2.600b.

German (Pape)

[Seite 188] aufwärmen, wieder erwärmen, Anacr. 31, 21 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θάλπω.

Spanish (DGE)

1 calentar αὐτόν (un enfermo) I.AI 17.172, χεῖρας Anacreont.33.21.
2 reanimar ἀπεσβηκυῖαν τὴν ψυχὴν ἀνέθαλψε Philostr.VA 4.45, τὸ κατεψυγμένον τοῦτο τοῦ βίου μέρος Plu.2.600b.
3 intr. v. med. volver a la vida Procl.in Alc.32, Gr.Naz.M.37.137B.

Greek Monolingual

ἀναθάλπω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
αρχ.
περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θάλπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάθαλψη (-ις)].

Russian (Dvoretsky)

ἀναθάλπω: вновь согревать Anacr., Plut.