ἀναθάλπω
From LSJ
English (LSJ)
warm again, cherish, Anacreont.31.21, J.AJ17.6.5, Plu.2.600b.
Spanish (DGE)
1 calentar αὐτόν (un enfermo) I.AI 17.172, χεῖρας Anacreont.33.21.
2 reanimar ἀπεσβηκυῖαν τὴν ψυχὴν ἀνέθαλψε Philostr.VA 4.45, τὸ κατεψυγμένον τοῦτο τοῦ βίου μέρος Plu.2.600b.
3 intr. v. med. volver a la vida Procl.in Alc.32, Gr.Naz.M.37.137B.
German (Pape)
[Seite 188] aufwärmen, wieder erwärmen, Anacr. 31, 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θάλπω.
Greek Monolingual
(Α ἀναθάλπω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
αρχ.
περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θάλπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάθαλψη (-ις)].
Russian (Dvoretsky)
ἀναθάλπω: вновь согревать Anacr., Plut.