δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
η (Μ ἀνάθαλψις) ἀναθάλπωη εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμαμσν.θερμότητα, ζέστη.