ἀναλιχμάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A = ἀναλείχω, Philostr.VA5.42: aor. ἀνελιχμήσαντο J.AJ8.15.6.
German (Pape)
[Seite 196] = ἀναλείχω, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλιχμάομαι: ἀποθ. = ἀναλείχω, Φιλόστρ. 225: ἀόρ. ἀνελιχμήσαντο Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 8. 15, 6.
Spanish (DGE)
lamer τὸ τῶν θυομένων αἷμα Philostr.VA 5.42, cf. I.AI 8.417.